συγγραφικῇ

συγγραφικῇ
συγγραφικός
given to writing
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγγραφική — συγγραφικός given to writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφικός — ή, ό / συγγραφικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «συγγραφικά δικαιώματα» (νομ.) τα ηθικά και οικονομικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαζής, Άνθιμος — (Μηλιές Πηλίου 1758; – Σύρος 1828). Διδάσκαλος του Γένους και Φιλικός. Μετά τις σπουδές του στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε το 1796 στη Βιέννη ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας της πόλης. Η δράση του όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • λογοκλόπος — ο αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιο κλόπος, βιβλιο κλόπος. Η …   Dictionary of Greek

  • ολιγογράφος — ο 1. αυτός που γράφει ή έγραψε λίγα 2. αυτός που έχει μικρή συγγραφική δραστηριότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”